- συμβόσκομαι
- V 0-0-1-0-0=1 Is 11,6to feed with, to graze with [μετά τινος]; neol.Cf. HELBING 1928, 310
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
συμβόσκομαι — ΜΑ (για ζώο) βόσκω μαζί με άλλο («συμβοσκηθήσεται λύκος μετὰ ἀρνοῡ», Ιωάνν. Χρυσ.) μσν. (και ενεργ. τ. συμβόσκω) μτφ. ποιμαίνω μαζί με κάποιον άλλο («ὅπως τὸ Χριστοῡ ποίμνιον συμβόσκοιτε», Σωφρ. Ιερ.) … Dictionary of Greek
σύμβοτος — ον, Α [συμβόσκομαι] (κατά τον Ησύχ.) «σύννομος» … Dictionary of Greek